λιμάρης

λιμάρης
glutton

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιμάρης — α, ικο και λιμάρικος η, ο (Μ λιμάρικος, η, ον) 1. λαίμαργος, κοιλιόδουλος 2. φτωχός, πειναλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. άρης (πρβλ. αγελαδ άρης, κυνηγ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • λιμάρης, -α, -ικο — λαίμαργος, πειναλέος: Γιατί μου κουβάλησες εδώ αυτούς τους λιμάρηδες; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμάρικος — η, ο (Μ λιμάρικος, η, ον) βλ. λιμάρης …   Dictionary of Greek

  • λιμαριά — η [λιμάρης] λαιμαργία, βουλιμία …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”